- σφαιροειδής
- -ές, ΝΜΑ1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδέςστερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής σφαίραςνεοελλ.1. (πετρογρ.) (για σφαιρουλίτη) αυτός τού οποίου τα συστατικά έχουν συγκεντρική διάταξη2. φρ. α) «σφαιροειδής άρθρωση»ανατ. ωοειδής άρθρωση, το αρσενικό στοιχείο τής οποίας θα μπορούσε να περιγραφεί σαν τμήμα ελαφρά παραμορφωμένης σφαίρας που επιτρέπει την προς διάφορες κατευθύνσεις αιώρηση ενός από τα οστά που μετέχουν, καθώς και την περιστροφή του ως προς άλλο, άρθρωση που είναι η μόνη η οποία επιτρέπει τρεις τύπους κίνησηςβ) «σφαιροειδής υπεροχή»(γεωδ.) η ποσότητα κατά την οποία το άθροισμα τών γωνιών ενός σφαιρικού τριγώνου υπερβαίνει τις 180°γ) «σφαιροειδής υφή»(πετρογρ.) i) περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται για πετρώματα στα οποία η αποσάθρωση έχει επιφέρει τον σχηματισμό σφαιρικών λίθων στην επιφάνειά τουςii) όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή πετρωμάτων με υφή η οποία αποτελείται από σφαιροειδή ή ελλειψοειδή σώματα ορυκτών που εκτείνονται σε ολόκληρο το πέτρωμα(αρχ) (για αριθμό) αυτός που καθορίζει την αποκατάσταση πλανήτη στη θέση την οποία κατείχε στη σφαίρα, αλλ. σφαιρικός.επίρρ...σφαφοειδώς / σφαιροειδῶς ΝΜΑμε σφαιροειδή τρόπο, σαν σφαίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.